- Πεισηνορίδης
- Πεισηνορίδης: son of Pisēnor, Ops, Od. 1.429, Od. 2.347, Od. 20.148.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πεισηνορίδαο — Πεισηνορίδᾱο , Πεισηνορίδης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)